Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Η ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΛΟΠΗ

Γράμμα και γραφή

Με την περιβόητη σήμερα φράση «η ιδιοκτησία είναι κλοπή», ο πολιτικός στοχαστής Πιερ Προυντόν ήταν ο πρώτος ιστορικά ιδεολόγος που προσδιόρισε τις βασικές γραμμές της αναρχίας τόσο ως πολιτική ιδεολογία όσο και ως μεταρρυθμιστικό πρόταγμα.


«-Είσαι δημοκράτης; -Όχι. -Μήπως είσαι φιλελεύθερος; -Όχι, καθόλου. -Τι είσαι τότε; -Είμαι αναρχικός», δηλώνει τρανά ο Προυντόν στο σύγγραμμά του «Τι είναι η ιδιοκτησία;» δημιουργώντας ένα πολιτικό δεδικασμένο που θα άφηνε μεγάλη παρακαταθήκη στον χώρο του αντιεξουσιαστικού κινήματος.





Σφοδρός εχθρός κάθε κυβέρνησης ανθρώπου από άνθρωπο, ο Προυντόν θα εισάγει δύο νέους όρους στην πολιτική σκέψη: την αμοιβαιότητα (μουτουαλισμό) και τον φεντεραλισμό, που θα μετατρέψει σε αιχμή του δόρατος της θεωρητικής του σκέψης. 

Η οικονομική θεωρία του ήταν ένα σύστημα ισότιμης παραγωγής και ανταλλαγής, στο οποίο οι συλλογικότητες συναλλάσσονται μεταξύ τους έντιμα και χωρίς κέρδος, ανταλλάσσοντας τον παραγόμενο πλούτο. Μέσα στην κοινωνική αυτή αλληλεξάρτηση, η εξουσία δεν έχει θέση, καθώς κανένας κυβερνητικός μηχανισμός δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ισότιμη αρμονία της κοινωνίας.


Όσο για τον φεντεραλισμό του, στον οποίο αφιέρωσε ένα καλό μέρος του έργου του, ήταν η ιδέα της ομοσπονδίας σε ευθεία αντίθεση µε το έθνος-κράτος. Ο Προυντόν επέμενε ότι οι μηχανισμοί της αγοράς θα ενείχαν θετικά αποτελέσματα αν συνοδεύονταν με αντιεξουσιαστικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης.


Περισσότερο ίσως στο μεταίχμιο δύο κόσμων και εποχών παρά στην αρχή κάτι καινούριου, ο Προυντόν δεν αντιτάχθηκε ποτέ στην ελεύθερη αγορά και την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, παρά μόνο στην ύπαρξη συγκεντρωτικού κράτους και στην εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού από τους εργοδότες.

Τόσο ο ίδιος ο Προυντόν όσο και οι υποστηρικτές του προσπάθησαν να εφαρμόσουν τη θεωρία του μουτουαλισμού στη πράξη, ιδρύοντας «Αμοιβαίες Πιστωτικές Τράπεζες», οι οποίες χρέωναν τους πελάτες με συμβολικούς τόκους, μόνο για να καλύπτουν τα έξοδα λειτουργίας των υποκαταστημάτων και όχι για να αποκομίζουν κέρδος σε βάρος τους.





Ο πρώτος θεωρητικός του αναρχισμού και ογκόλιθος της πρώιμης αναρχικής σκέψης του 19ου αιώνα έκανε να χυθούν τόνοι μελάνης τόσο από τους σφοδρούς πολέμιούς του (όπως ο Μαρξ) όσο και από τους ταγμένους θαυμαστές του. Παρά ταύτα, ο Προυντόν παραμένει ένας μοναχικός στοχαστής που δεν αποδέχτηκε ποτέ ότι είχε σκαρώσει ένα πολιτικό αντιπαράδειγμα, ούτε θέλησε ποτέ να το μετατρέψει σε κίνημα. Κι όμως το έκανε, καθώς πάνω του θα πατούσαν οι μεγάλοι της αναρχίας Μπακούνιν («Ο Προυντόν είναι ο πατέρας όλων μας») και Κροπότκιν, αλλά και πολλά συνδικαλιστικά και πολιτικά κινήματα της Ευρώπης.



Μέχρι και τη δεκαετία του 1920, η σκέψη του Προυντόν διέπνεε απ’ άκρη σ’ άκρη τον ριζοσπαστισμό της γαλλικής εργατικής τάξης, του Προυντόν που έλεγε: «Δεν υπάρχει κανένας θεός εκτός από την Ανθρωπότητα -το περιεχόμενο της θεολογίας είναι ασήμαντο. Δεν υπάρχει καμία κυβέρνηση εκτός από την Ελευθερία -το περιεχόμενο της πολιτικής δεν έχει καμιά αξία. Κυριολεκτώντας, η καλύτερη μορφή κυβέρνησης, όπως και η πιο τέλεια θρησκεία, είναι μια αντιφατική ιδέα. Το πρόβλημα είναι να ανακαλύψουμε πώς μπορούμε να αποκτήσουμε όχι την καλύτερη κυβέρνηση αλλά την καλύτερη ελευθερία» («Ιδιοκτησία και Επανάσταση»)…


Πρώτα χρόνια


Ο Πιερ Ζοζέφ Προυντόν γεννιέται στις 15 Ιανουαρίου 1809 σε φτωχό προάστιο της Μπεσανσόν ως ένας από τους πέντε γιους ενός βαρελά και ζυθοποιού, που διατηρούσε ένα μικρό πανδοχείο στην περιοχή. Ο Πιερ μεγαλώνει μέσα στην ανέχεια, βοηθώντας στην ετοιμόρροπη οικογενειακή επιχείρηση από τη στιγμή που κατάλαβε τον εαυτό του, και δεν πήγε ποτέ σχολείο. Λίγα γράμματα έμαθε από τη μητέρα του, να διαβάζει συλλαβιστά και να γράφει ορνιθοσκαλίσματα δηλαδή, κι αυτό ήταν όλο.



Το πλαίσιο της παιδικής του ηλικία θα σφράγιζε όχι μόνο τη ζωή του αλλά και τη σκέψη του, καθώς ο ίδιος απαρνιόταν ισοβίως τον πλούτο και το μόνο που ήθελε ήταν οι φτωχοί κολίγοι και οι τεχνίτες να ζουν μέσα σε αξιοπρεπείς συνθήκες φτώχειας, βλέποντας πόσο μάταια μοχθούσαν οι γονείς και οι γείτονές του για τον επιούσιο. Παρά το γεγονός ότι ήξερε λιγοστά γράμματα, έδειχνε δίψα για μάθηση, γι’ αυτό και οι γονείς του θεοπαρακάλεσαν τους ιδιοκτήτες της γης τους να του χορηγήσουν υποτροφία για το τοπικό Κολέγιο της Μπεσανσόν. Όπως και έγινε τελικά.


Ρακένδυτος και συχνά χωρίς παπούτσια, ο Πιερ φοιτά στο πανεπιστήμιο και τον ελεύθερο χρόνο του τον περνά τώρα στη βιβλιοθήκη, συχνά μέσα στα πειράγματα των συμφοιτητών του για την άθλια οικονομική του κατάσταση. Η οικονομική καταστροφή της οικογένειάς του θα τον αναγκάσει να μαθητεύσει το 1827 σε τυπογραφείο της πόλης, όπου θα γίνει ξεφτέρι στην τέχνη του τυπογράφου και θα μάθει μάλιστα αρκετά καλά ελληνικά, λατινικά και εβραϊκά, ώστε να μπορεί να διαβάζει και να διορθώνει τα θεολογικά και εκκλησιαστικά βιβλία που έφταναν στο τυπογραφείο.


Ερχόμενος σε επαφή με τον μικρό κύκλο των ανθρώπων του πνεύματος που συγκεντρώνονταν στο τυπογραφείο, ο νεαρός Προυντόν θα ασχοληθεί με την πολιτική φιλοσοφία και τη γενικότερη κοινωνική διανόηση της εποχής. Οι περιστάσεις θα τον φέρουν μάλιστα το 1829 σε επαφή με έναν διαπρεπή συμπολίτη του, τον Σαρλ Φουριέ, τον πατέρα του ουτοπικού σοσιαλισμού που τον μυεί στις βασικές αρχές της σοσιαλιστικής σκέψης! Ο νεαρός Προυντόν διορθώνει το σύγγραμμα του τελευταίου που είχε φέρει για έκδοση στο τυπογραφείο και επηρεάζεται καθοριστικά από τη σκέψη του Φουριέ.

Ο αυτοδίδακτος στη φιλοσοφία και την πολιτική οικονομία Προυντόν θα μαγευτεί από τις απαντήσεις που έδινε ο σοσιαλισμός στα πιεστικά προβλήματα της εργατικής τάξης.

Ταυτοχρόνως, αποπειράται να ιδρύσει το δικό του τυπογραφείο με έναν όμιλο νεαρών τυπογράφων, αν και το εγχείρημα αποτυγχάνει, εν μέρει και γιατί ο Προυντόν είχε ήδη στραφεί στη συγγραφή…


Τα σπάργανα του αναρχισμού


Το 1838 ο Προυντόν εξασφαλίζει υποτροφία από την Ακαδημία της Μπεσανσόν, σε διαγωνισμό δοκιμίου της οποίας είχε αποσπάσει το τρίτο βραβείο, για σπουδές φιλοσοφίας στο Παρίσι. Όλοι αναγνώριζαν τον μεγάλο δρόμο που είχε κάνει από σχεδόν αναλφάβητος σε νεαρό διανοούμενο, αν και ο ίδιος παραήταν τραχύς για το ακαδημαϊκό πλαίσιο. Χρησιμοποιούσε εξάλλου τον χώρο κάθε πανεπιστημιακής εργασίας για να εκφράζει τις πολιτικο-κοινωνικές του απόψεις, που αντλούσαν από τη σοσιαλιστική επανάσταση που δονούσε πια τη σκέψη του (όπως η πρώιμη «Χρησιμότητα της αργίας της Κυριακής»).






Έχοντας χρόνο πια για να αφιερωθεί στη συγγραφή, το 1840 είχε έτοιμο το πρώτο σημαντικό του πόνημα «Τι είναι η ιδιοκτησία;», το οποίο δημιούργησε μεγάλη αίσθηση για τις εμφατικές διακηρύξεις του Προυντόν «είμαι αναρχικός» και «η ιδιοκτησία είναι κλοπή»! Προβοκάτορας στον λόγο του και μαέστρος ατακαδόρος, οι δυο φράσεις αποκάλυπταν τη ροπή του νεαρού πολιτικού στοχαστή στο να σκαρώνει αβανταδόρικες ατάκες και να μαγνητίζει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.

Παρά την εντυπωσιακή διακήρυξη, δεν στρεφόταν εξάλλου συλλήβδην κατά της ιδιοκτησίας με την τρέχουσα έννοια, παρά μόνο στο είδος της ιδιοκτησίας που ενέχει μέσα του ανθρώπινη εκμετάλλευση. Γιατί με την ιδιοκτησία του αγρότη στη γη του αλλά και του εργάτη στα εργαλεία και το εργαστήριό του δεν είχε ποτέ πρόβλημα, καθώς τη θεωρούσε μάλιστα αναγκαία για την ελευθερία. Κι αυτό ακριβώς ήταν το σημείο τριβής του με τον κομμουνισμό και τη γενικότερη μαρξιστική ιδεολογία της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής.







Ήταν όμως και η αντίθεσή του στην έννοια της επανάστασης ως τρόπο κοινωνικής αλλαγής που θα τον απομακρύνει καθοριστικά από τη σοσιαλιστική σκέψη, καθώς ο Προυντόν πίστευε ότι ο πολυπόθητος κοινωνικός ρεφορμισμός θα έρθει μόνο μέσα από σταδιακές κοινωνικές αλλαγές. Το πρώτο του αυτό -και μνημειώδες- πόνημα θα τον βάλει πάντως στο στόχαστρο των Αρχών ως ανατρεπτικό στοιχείο και θα του φέρει έναν ομοϊδέατη αρχικά και άσπονδο εχθρό αργότερα, τον ίδιο τον Καρλ Μαρξ!

Οι δυο θεωρητικοί συναντήθηκαν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της εξορίας του Μαρξ και αντάλλαξαν κατόπιν πλήθος επιστολών. Πολλοί αναγνωρίζουν τον αλληλοεπηρεασμό της σκέψης τους από τη σύντομη αυτή επαφή, η οποία θα μετατραπεί όμως αργότερα σε φανατική πολεμική, δίνοντας έτσι τέλος στην αρμονική ανταλλαγή απόψεων. Ο Προυντόν γράφει τη «Φιλοσοφία της Αθλιότητας» (πλήρης τίτλος: «Σύστημα οικονομικών αντιθέσεων ή η φιλοσοφία της αθλιότητας») το 1846 και ο Μαρξ ανταπαντά με το προκλητικότατο «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας» το 1847. Η ρήξη των δύο αντρών θα μεταφερθεί και στις εργασίες της Πρώτης Διεθνούς, μετά τον θάνατο του Προυντόν, δίνοντας υπόσταση στη διάσταση των αναρχικών του Μπακούνιν και των σοσιαλιστών του Μαρξ.


Οι Επαναστάσεις του 1848 και η γέννηση του πρώτου αναρχικού


Ζώντας πάντα φτωχικά και ασκητικά, ο Προυντόν τέθηκε στην πρώτη γραμμή του πολιτικού ριζοσπαστισμού, αν και φάνηκε να αιφνιδιάζεται από το επαναστατικό κύμα του 1848: πήρε μεν μέρος στο κίνημα του Φεβρουαρίου και τη σύνταξη της «Πρώτης Δημοκρατικής Διακήρυξης», αν και προοδευτικά θα μετατρεπόταν σε εχθρό της επανάστασης ως μοχλό κοινωνικής μεταρρύθμισης.

Η πρωτόγνωρη βία που είδε στις οδομαχίες τον σόκαρε ως άνθρωπο και έγραψε μάλιστα πως τα γεγονότα της Βαστίλης ήταν «μια από τις φριχτότερες πράξεις της ζωής μου». Τα αιματοβαμμένα γεγονότα του 1848 είχαν τεράστιο αντίκτυπο στη σκέψη του, καθώς η σχηματική μέχρι τότε αντίθεσή του στην επανάσταση εξελίχθηκε τώρα σε ολομέτωπη κριτική. Φιλειρηνιστής, διατεινόταν πως μόνο μέσω ειρηνικών συμβιβασμών και προοδευτικών διαδικασιών μπορεί να αλλάξει ο κόσμος και κατέκρινε τελικά τις τρεις εξεγέρσεις του 1848.




Πλέον είχε εξάλλου να ασχοληθεί με τα δικά του προβλήματα, καθώς τώρα σερνόταν στα δικαστήρια για το «Τι είναι η ιδιοκτησία;» και τα κατοπινά, ακόμα πιο φλογερά, συγγράμματά του. Και διέφυγε μάλιστα τη δίωξη ακριβώς επειδή οι δικαστές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πλήρως τη δαιδαλώδη σκέψη του, κι έτσι δεν ήταν σε θέση να καταδικάσουν επιχειρήματα που δεν καταλάβαιναν!

Παρά τον ομολογουμένως επιπόλαιο τρόπο και τις πάμπολλες ανακρίβειες με τις οποίες ασχολείται με τα θέματά του, ο Προυντόν γράφει με ένα νευρώδες λαϊκό ύφος, δίνοντας την εικόνα ενός ειλικρινούς ανθρώπου που μάχεται για τον λαό. Αυτό τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή στην ανερχόμενη εργατική τάξη, καθώς μέσα στα κείμενά του ο Προυντόν εκνευρίζεται, εξοργίζεται, μάχεται και παλεύει.


Το 1849 ο θεωρητικός δημοσιεύει τις βασικές αρχές της μεταρρύθμισης που ο ίδιος ευαγγελιζόταν, τη «Λύση του κοινωνικού ζητήματος», στο οποίο περιγράφει σχηματικά τις γενικές γραμμές του μουτουαλισμού και αποκαλύπτει το όραμά του για μια κοινωνική τράπεζα που θα χορηγούσε σχεδόν άτοκες πιστώσεις. Ο Προυντόν ίδρυσε πράγματι τη «Λαϊκή Τράπεζά» του το 1849, η οποία έτυχε ευρύτατης λαϊκής αποδοχής (περισσότεροι από 13.000 εγγεγραμμένα μέλη!), αν και το εγχείρημα έμελλε να αποτύχει.

Η σφοδρή αντιεπαναστατική ρητορεία του θα εκδηλωθεί κατά τη Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία του 1848-1852, όταν με όχημα τη μαχητική, αν και ελαφρώς κυνική, δημοσιογραφία του θα τύχει ευρύτερης αποδοχής από τον εργατικό ριζοσπαστισμό. Μέχρι τότε βέβαια ο Προυντόν είχε ήδη εκλεγεί στη Συντακτική Συνέλευση (Ιούλιος του 1848) και υπηρέτησε για βραχύ διάστημα ως βουλευτής, καυτηριάζοντας τις απολυταρχικές τάσεις που έβλεπε μέσα στην εύθραυστη Δεύτερη Δημοκρατία, οι οποίες θα κατέληγαν τελικά στην παλινόρθωση της μοναρχίας (Ναπολέων Γ’). Η δριμεία κριτική του στο καθεστώς του νέου αυτοκράτορα θα τον φέρει μάλιστα τον Μάρτιο του 1849 για τρία χρόνια στη φυλακή (μέχρι το 1852).






Μέσα από τα κάγκελα θα παντρευτεί μια νεαρή παριζιάνα εργάτρια και θα αποκτήσει το πρώτο του παιδί, καθώς οι συνθήκες της κράτησής του προσιδίαζαν περισσότερο σε κατ’ οίκον περιορισμό παρά σε εγκλεισμό. Μεγάλο όνομα πια της θεωρητικής σκέψης, ο Προυντόν συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει (όπως τη «Φιλοσοφία της προόδου» το 1851), κάτι που θα του έφερνε νέες διώξεις και καταδίκες, γι’ αυτό και αυτοεξορίστηκε τελικά στο Βέλγιο, καθώς οι αυτοκρατορικές δυνάμεις τον παρενοχλούσαν πια συνεχώς.

Στα τελευταία του γραπτά αποκαλύπτει πλήρως το αναρχικό του όραμα, απορρίπτοντας το έθνος-κράτος για χάρη του φεντεραλισμού και τη συγκεντρωτική κρατική διοίκηση υπέρ του μουτουαλισμού. Στη Γαλλία ήταν πια επικηρυγμένος για τις εμπρηστικές πραγματείες του, που δονούσαν τη σκέψη της εργατικής τάξης, και στο Βέλγιο κανείς εκδότης δεν δεχόταν να δημοσιεύει τα στερνά αυτά γραπτά του (όπως τις «Αρχές της Φεντερασιόν» του 1863).


Με την υγεία του καταβεβλημένη και τα τόσα χρόνια που πέρασε στη φτώχεια του Βελγίου, ο γάλλος αυτοκράτορας του χορηγεί χάρη το 1862 να επιστρέψει στη χώρα του, αν και πλέον είναι σκιά του μαχητικού εαυτού του. Στις 19 Ιανουαρίου 1865 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο Παρίσι, παραμένοντας πάντα ένας φτωχός και αγνός υπέρμαχος της κοινωνικής αλλαγής και της αξιοπρέπειας των λαϊκών τάξεων.

Παρά το γεγονός ότι το έργο του επισκιάστηκε τελικά από τη σφοδρή κριτική του ογκόλιθου της πολιτικής σκέψης Καρλ Μαρξ, ο Προυντόν είχε μια άμεση και διαρκή επιρροή στο εργατικό κίνημα, με τις απόψεις του να επανέρχονται στο προσκήνιο τόσο μετά τα επακόλουθα του Μάη του 1968 αλλά και πιο πρόσφατα, μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου.


Αν κάτι πρέπει να μείνει από τη σκέψη του ιδεαλιστή Προυντόν, πρέπει να είναι η αγαθή επιθυμία του για επιστροφή στη μικρή παραγωγή και τις αξιοπρεπείς τιμές των αγροτικών προϊόντων…

Δεν υπάρχουν σχόλια: